καβουρδίζω

καβουρδίζω
καβουρδίζω και καβουρντίζω καβούρδισα, καβουρδίστηκα, καβουρδισμένος
1. ξεραίνω με τη φωτιά, ξεροψήνω: Καβουρδίζω καφέ.
2. θερμαίνω υπερβολικά, κατακαίω: Μείναμε πολλές ώρες στην παραλία και μας καβούρδισε ο ήλιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καβουρδίζω — και καβουρντίζω, καβούρδισα και καβούρντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καβουρδίζω — βλ. καβουρντίζω …   Dictionary of Greek

  • καβουρντίζω — καβουρδίζω και καβουρντίζω, καβούρδισα και καβούρντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… …   Dictionary of Greek

  • ακαβούρδιστος — και ακαβούρντιστος, η, ο [καβουρδίζω] αυτός που δεν έχει καβουρδιστεί ή καβουρδίστηκε ανεπαρκώς, άφρυκτος, άψητος …   Dictionary of Greek

  • κοκκινίζω — (AM κοκκινίζω) [κόκκινος] παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό») νεοελλ. (στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς …   Dictionary of Greek

  • καβουρντίζω — βλ. καβουρδίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”